«Η φυλακή δεν είναι απλώς κομμάτι της κοινωνίας, είναι συμπυκνωμένη η κοινωνία. Είναι όλα όσα μας συμβαίνουν, σε μέγιστη συμπύκνωση, ώστε να φαίνονται πιο καθαρά, να πονάνε περισσότερο και να είναι πιο επείγον να τα αντιμετωπίσουμε. Έχουμε κάθε λόγο να ανοίξουμε το μαύρο κουτί… Και τα σχολεία είναι ο ενδιάμεσος χώρος, όπου με πολλή πάλη, δύσκολες ισορροπίες, άλυτες αντιφάσεις συναντιόμαστε και αρχίζουμε να φανταζόμαστε τρόπους…».
Ήταν αυτά ακριβώς τα λόγια της μεταδιδακτορικής ερευνήτριας του ΕΑΠ, Αντιγόνης Ευστρατόγλου, που κινητοποίησαν τα δημοσιογραφικά αντανακλαστικά της LarissaPress, που επιδίωξε μια συνομιλία μαζί της, μετά την υλοποίηση μιας τριετούς εθνογραφικής έρευνας που διενήργησε σε έξι διαφορετικά σχολεία ελληνικών φυλακών με την υποστήριξη του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου (Επιστημονικά υπεύθυνος της έρευνας ο Επίκουρος Καθηγητής του ΕΑΠ, Γιώργος Κουλαουζίδης) και την παρουσίαση μέρους των ευρημάτων της, στο πλαίσιο εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Λάρισα.

Ορατότητα, δεύτερη ευκαιρία, συσχετισμός εκπαίδευσης – κατάρτισης και μια έρευνα «που της άλλαξε τη ζωή της» τέθηκαν στο τραπέζι, με την Αντιγόνη Ευστρατόγλου να μιλά με θέρμη για την εμπειρία της στα σχολεία των φυλακών, επικεντρώνοντας στον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αλλά και στη σύνδεση των «μέσα» με τους «έξω», σε μια αέναη διαδικασία με ωφελημένους «όχι μόνο τους έγκλειστους εκπαιδευόμενους αλλά και την ίδια την κοινωνία».
«Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι γενικά στοιχεία επαρκή δεν παράγονται – που θα μας επέτρεπαν να αξιολογήσουμε τις ανάγκες που υπάρχουν και τον βαθμό στον οποίο καλύπτονται – και αυτά που παράγονται δεν διατίθενται σε διευθυντές και σε ερευνητές ώστε να αξιοποιηθούν», μας κάνει σαφές από την πρώτη στιγμή η ερευνήτρια, που έχοντας απευθυνθεί στην ΕΛΣΤΑΤ, τα αρμόδια υπουργεία, την ΕΠΑΝΟΔΟ και αντλώντας στοιχεία από τη Γ.Γ Αντιεγκληματικής Πολιτικής, παραθέτει ευρήματα που αφορούν σε πλέον των 10.500 κρατουμένων.
«Στις ελληνικές φυλακές οι κρατούμενοι τα τελευταία χρόνια αριθμούν στους 10.500 (κατά προσέγγιση), ενώ από παλιότερα στοιχεία ξέρουμε ότι σε μεγάλο ποσοστό (περίπου 60%) δεν έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση, 17% δηλώνουν αναλφάβητοι και πολλοί δε γνωρίζουν ούτε στοιχειωδώς τη γλώσσα, καθώς ένα ποσοστό περίπου 60% είναι αλλοδαποί. Παράλληλα, για κάποιες ομάδες που υπερφυλακίζονται, όπως οι Ρομά – οι οποίοι υπολογίζονται σε ποσοστό 3 – 4% στον πληθυσμό της χώρας αλλά αποτελούν το 30% των ημεδαπών κρατούμενων στον Κορυδαλλό – οι ανάγκες είναι πολύ μεγαλύτερες, καθώς υπολογίζεται, με βάση πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, ότι εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο σε ποσοστό μεγαλύτερο του 92%», συνεχίζει, επισημαίνοντας ότι στο γυναικείο κατάστημα της Θήβας, που επισκέφθηκε πρόσφατα, μία τάξη του δημοτικού ήταν αποκλειστικά Ελληνίδες ρομά.

«Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς οι ανάγκες για εκπαίδευση, ιδίως πρωτοβάθμια και γλωσσομάθεια, είναι τεράστιες. Το κάθε βήμα λοιπόν κάτι σημαίνει, ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί πως δε γίνεται να “αποτιμάται” η θέση του κρατούμενου αγνοώντας τη συνθήκη της οικογένειάς του», σχολιάζει η κ. Ευστρατόγλου, αναφερόμενη τόσο στο θέμα των εξοντωτικών ποινών όσο και σε αυτό της σύνδεσης της εκπαίδευσης με την κοινωνία, μην κρύβοντας παράλληλα τον προβληματισμό της για τη σχολική διαρροή.
Πρόσβαση στην εκπαίδευση σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία έχουν 1 στους 10 ενήλικες κρατούμενους, ενώ στις 30 φυλακές ενηλίκων της χώρας υπάρχουν 13 Καταστήματα Κράτησης με Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας (αντίστοιχα του γυμνασίου), σε 7 λειτουργούν δημοτικά σχολεία και σε μόλις 2 καταστήματα υπάρχουν ΙΕΚ. Ενδεικτικά, στη λήξη του έτους 2022 – 2023 από το δημοτικό αποφοίτησαν 94 άνθρωποι ενώ το 2021-2022 ήταν συνολικά 47. Οι αντίστοιχοι αριθμοί για τα ΙΕΚ είναι 2 και 6 άνθρωποι.
«Η διαρροή εμφανίζεται μεγάλη, αν συγκρίνεις τους αριθμούς αποφοίτων με τους εγγεγραμμένους, αλλά δεν έχουμε τρόπο, ελλείψει επαρκών στοιχείων, να την ερμηνεύσουμε με βεβαιότητα. Την ίδια ώρα, κάτω από εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη σπουδάζουν οι κατ’ ιδίαν διδαχθέντες του λυκείου και οι φοιτητές. Ενδεικτικά, το 2021 αποφοίτησαν 4 φοιτητές σε σύνολο 69 εγγεγραμμένων, στοιχείο που επίσης είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε καθώς δεν έχουμε έρευνες που να αποτυπώνουν τις συνθήκες φοίτησής τους, ενώ οι εξοντωτικές ποινές και η μεγάλη διάρκειά τους οδηγεί μοιραία σε περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση», υπογραμμίζει η ερευνήτρια του ΕΑΠ.
Σοκάρουν και εδώ τα συγκριτικά στοιχεία, αφού σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ετήσια Έκθεση Penal Statistics (SPACE I, 2021), τον Ιανουάριο του 2021, το 85% των καταδικασθέντων κρατουμένων εξέτιε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης άνω των πέντε ετών στην Ελλάδα, σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή διάμεση τιμή του 37%. Το 38,5% αυτών καταδικάστηκαν σε ποινή από 20 έτη έως ισόβια. Η αντίστοιχη ευρωπαϊκή διάμεσος είναι 3,7%!
“Δυστυχώς στη χώρα μας υπάρχει μια “ευχαρίστηση” με την εξοντωτική τιμωρία, καθώς το συναίσθημα για τα βίαια εγκλήματα (ανθρωποκτονίες και βιασμούς) σε συνδυασμό με την υπερβολική προβολή τους, δείχνει να καθορίζει και την κοινωνική ευαισθησία. Ωστόσο, με βάση τα ευρωπαϊκά στοιχεία το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν καταδικαστεί για τέτοια εγκλήματα (ή για απόπειρες) δεν ξεπερνά το 15% του συνόλου των κρατουμένων”, σημειώνει η κ. Ευστρατόγλου, περιγράφοντας πως πρακτικά αυτό που συμβαίνει στις φυλακές που δεν έχουν δημοτικά είναι ότι οι υποψήφιοι μαθητές των ΣΔΕ που δεν έχουν απολυτήριο δημοτικού σχολείου δίνουν εξετάσεις με ελάχιστη ή καθόλου βοήθεια τις οποίες συχνά περνάνε παρά τις αυξημένες δυσκολίες με τη γλώσσα ώστε να μη στερηθούν τη φοίτηση στο ΣΔΕ και εκεί γίνεται αρκετά δύσκολη η ενσωμάτωσή τους. Στη συνέχεια, ακόμα και αν έχουν εξαιρετική πρόοδο στο ΣΔΕ, με πολλούς κόπους, δεν έχουν πρόσβαση σε δομή εκπαίδευσης, αφού δεν υπάρχουν ιδρυμένα λύκεια ή ΕΠΑΛ για την κατάρτισή τους.
Εκπαιδευόμενοι, διευθυντές και αρχιφύλακες φυλακών και πιο κει η εκπαιδευτική κοινότητα και η κοινωνία, σε αλυσιδωτές σχέσεις και αντιδράσεις δίχως ουσιαστική αλληλεπίδραση, σε μια συνθήκη ελλειμματικής ενημέρωσης και χωρίς προφανή σύνδεση καλούνται να συνεργαστούν αλλάζοντας την εικόνα, σχολιάζω, με την Αντιγόνη Ευστρατόγλου να μη μασά τα λόγια της.
«Μπορεί να μην είναι προφανής η σύνδεση, μα υπάρχει λόγος. Είναι γιατί ξέρουμε τα σχολεία αλλά δε γνωρίζουμε τα σχολεία των φυλακών. Καλούμαστε να διερευνήσουμε το γιατί. Η υπερφυλάκιση είναι αποτέλεσμα “συρρίκνωσης” του κράτους πρόνοιας. Όχι μόνο στη χώρα μας. Σε πολλές ακόμα χώρες, σύμφωνα με τις έρευνες. Τελικά εκείνο που λείπει είναι η εκπαίδευση ζωής. Καλούμαστε λοιπόν να σκύψουμε πάνω από τα παιδιά και να δούμε το βίωμα, αλλιώς το “αδύναμο” θα χαθεί, παλεύοντας σε μια κοινωνία “αρίστων”».
Και η κατακλείδα σας από όλη αυτή τη διαδρομή, με ανάμεικτα συναισθήματα επιχειρώ να ολοκληρώσω την κουβέντα μας, με την κ. Ευστρατόγλου να μην το σκέφτεται λεπτό: «Είμαι αισιόδοξη, έχουμε συναίσθημα και ισχυρό κίνητρο ώστε να κινητοποιηθούμε. Ως εκπαιδεύτρια πια αλλά κυρίως μέσα από την έρευνα διαπίστωσα με έκπληξη πως δεν ήταν το σχολείο “έξω” που με είχε διαμορφώσει, αλλά το σχολείο της φυλακής, που μου έδωσε κοινωνική μόρφωση. Η έρευνα μου άλλαξε τη ζωή!», καταλήγει, «αποκαθηλώνοντας» με τη σειρά της κοινωνικούς «δαίμονες» και στερεότυπα και επιχειρώντας να αλλάξει με τη δουλειά και την έρευνα τις ζωές εντός και εκτός τειχών.